Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
View word page
δυσεξαπάτητος
δυσεξαπάτητος δυσ-εξᾰπάτητος, ον hard to deceive, Plat., Xen.
ShortDef
hard to deceive
Debugging
Headword:
δυσεξαπάτητος
Headword (normalized):
δυσεξαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξαπατητος
IDX:
9008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9011
Key:
dusecapa/thtos
Data
{'content': 'δυσεξαπάτητος\n δυσ-εξᾰπάτητος, ον\n hard to deceive, Plat., Xen.', 'key': 'dusecapa/thtos'}