Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
View word page
δυσέντευκτος
δυσέντευκτος δυσ-έντευκτος, ον hard to speak with, Theophr.

ShortDef

hard to speak with

Debugging

Headword:
δυσέντευκτος
Headword (normalized):
δυσέντευκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεντευκτος
IDX:
9007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9010
Key:
duse/nteuktos

Data

{'content': 'δυσέντευκτος\n δυσ-έντευκτος, ον\n hard to speak with, Theophr.', 'key': 'duse/nteuktos'}