Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱρετός
αἱρέω
ἄϊρος
αἴρω
Αἶσα
αἰσθάνομαι
αἴσθημα
αἴσθησις
αἰσθητήριον
αἰσθητικός
αἰσθητός
ἀΐσθω
αἰσιμία
αἴσιμος
αἴσιος
ἄϊσος
ἀΐσσω
ἄϊστος
ἀϊστόω
ἀΐστωρ
αἴσυλος
View word page
αἰσθητός
αἰσθητός verb. adj. of αἰσθάνομαι, perceptible by the senses, Plat.

ShortDef

perceptible by the senses

Debugging

Headword:
αἰσθητός
Headword (normalized):
αἰσθητός
Headword (normalized/stripped):
αισθητος
IDX:
901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n901
Key:
ai)sqhto/s

Data

{'content': 'αἰσθητός\n verb. adj. of αἰσθάνομαι,\n perceptible by the senses, Plat.', 'key': 'ai)sqhto/s'}