Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
View word page
δυσεντερία
δυσεντερία δυσ-εντερία, ἡ, ἔντερον dysentery, Hdt., Plat.

ShortDef

dysentery

Debugging

Headword:
δυσεντερία
Headword (normalized):
δυσεντερία
Headword (normalized/stripped):
δυσεντερια
IDX:
9006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9009
Key:
dusenteri/a

Data

{'content': 'δυσεντερία\n δυσ-εντερία, ἡ,\n ἔντερον\n dysentery, Hdt., Plat.', 'key': 'dusenteri/a'}