Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
View word page
δυσέμβατος
δυσέμβατος δυσ-έμβᾰτος, ον hard to walk on, Thuc.

ShortDef

hard to walk on

Debugging

Headword:
δυσέμβατος
Headword (normalized):
δυσέμβατος
Headword (normalized/stripped):
δυσεμβατος
IDX:
9004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9007
Key:
duse/mbatos

Data

{'content': 'δυσέμβατος\n δυσ-έμβᾰτος, ον\n hard to walk on, Thuc.', 'key': 'duse/mbatos'}