Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
View word page
δυσέλπιστος
δυσέλπιστος δυσ-έλπιστος, ον = δύσελπις, Plut. unhoped for, ἐκ δυσελπίστων, unexpectedly, Xen.

ShortDef

unhoped for

Debugging

Headword:
δυσέλπιστος
Headword (normalized):
δυσέλπιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσελπιστος
IDX:
9003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9006
Key:
duse/lpistos

Data

{'content': 'δυσέλπιστος\n δυσ-έλπιστος, ον\n = δύσελπις, Plut.\n unhoped for, ἐκ δυσελπίστων, unexpectedly, Xen.', 'key': 'duse/lpistos'}