Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσείματος
δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
View word page
δύσελπις
δύσελπις δύσ-ελπις, ιδος hardly hoping, desponding, Aesch., Xen.
ShortDef
hardly hoping, desponding
Debugging
Headword:
δύσελπις
Headword (normalized):
δύσελπις
Headword (normalized/stripped):
δυσελπις
IDX:
9002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9005
Key:
du/selpis
Data
{'content': 'δύσελπις\n δύσ-ελπις, ιδος\n hardly hoping, desponding, Aesch., Xen.', 'key': 'du/selpis'}