Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
View word page
δυσέλεγκτος
δυσέλεγκτος δυσ-έλεγκτος, ον ἐλέγχω hard to refute, Luc.
ShortDef
hard to refute
Debugging
Headword:
δυσέλεγκτος
Headword (normalized):
δυσέλεγκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσελεγκτος
IDX:
9000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9003
Key:
duse/legktos
Data
{'content': 'δυσέλεγκτος\n δυσ-έλεγκτος, ον\n ἐλέγχω\n hard to refute, Luc.', 'key': 'duse/legktos'}