Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
View word page
δυσέκφευκτος
δυσέκφευκτος δυσ-έκφευκτος, ον ἐκφεύγω hard to escape from: adv. -τως, Anth.
ShortDef
hard to escape from
Debugging
Headword:
δυσέκφευκτος
Headword (normalized):
δυσέκφευκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκφευκτος
IDX:
8999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9002
Key:
duse/kfeuktos
Data
{'content': 'δυσέκφευκτος\n δυσ-έκφευκτος, ον\n ἐκφεύγω\n hard to escape from: adv. -τως, Anth.', 'key': 'duse/kfeuktos'}