Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
View word page
δυσεκπέρατος
δυσεκπέρατος δυσ-εκπέρᾱτος, ον hard to pass out from, Eur.

ShortDef

hard to pass out from

Debugging

Headword:
δυσεκπέρατος
Headword (normalized):
δυσεκπέρατος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκπερατος
IDX:
8998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9001
Key:
dusekpe/ratos

Data

{'content': 'δυσεκπέρατος\n δυσ-εκπέρᾱτος, ον\n hard to pass out from, Eur.', 'key': 'dusekpe/ratos'}