Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσδιάλυτος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
View word page
δυσέκνιπτος
δυσέκνιπτος δυσ-έκνιπτος, ον ἐκνίζω hard to wash out, Plat.
ShortDef
hard to wash out
Debugging
Headword:
δυσέκνιπτος
Headword (normalized):
δυσέκνιπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκνιπτος
IDX:
8997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9000
Key:
duse/kniptos
Data
{'content': 'δυσέκνιπτος\n δυσ-έκνιπτος, ον\n ἐκνίζω\n hard to wash out, Plat.', 'key': 'duse/kniptos'}