Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
View word page
ἀγαμένως
ἀγαμένως part. pres. of ἄγαμαι, with admiration, respect or deference, Plat.
ShortDef
with admiration, respect
Debugging
Headword:
ἀγαμένως
Headword (normalized):
ἀγαμένως
Headword (normalized/stripped):
αγαμενως
IDX:
90
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n90
Key:
a)game/nws
Data
{'content': 'ἀγαμένως\n part. pres. of ἄγαμαι, with admiration, respect or deference, Plat.', 'key': 'a)game/nws'}