Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
View word page
δυσέκλυτος
δυσέκλυτος δυσ-έκλῠτος, ον ἐκλύω hard to undo: adv. -τως, indissolubly, Aesch.

ShortDef

hard to undo

Debugging

Headword:
δυσέκλυτος
Headword (normalized):
δυσέκλυτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκλυτος
IDX:
8996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8999
Key:
duse/klutos

Data

{'content': 'δυσέκλυτος\n δυσ-έκλῠτος, ον\n ἐκλύω\n hard to undo: adv. -τως, indissolubly, Aesch.', 'key': 'duse/klutos'}