Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
δυσείματος
δυσείσβολος
δυσείσπλοος
δυσέκθυτος
δυσέκλυτος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
View word page
δύσεδρος
δύσεδρος δύσ-εδρος, ον ἕδρα bringing evil by oneʼs abode, Aesch.

ShortDef

bringing evil by one's abode

Debugging

Headword:
δύσεδρος
Headword (normalized):
δύσεδρος
Headword (normalized/stripped):
δυσεδρος
IDX:
8990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8993
Key:
du/sedros

Data

{'content': 'δύσεδρος\n δύσ-εδρος, ον\n ἕδρα\n bringing evil by oneʼs abode, Aesch.', 'key': 'du/sedros'}