Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
δυσειδής
View word page
δυσδαιμονία
δυσδαιμονία δυσδαιμονία, ἡ, misery, Eur. from δυσδαίμων

ShortDef

misery

Debugging

Headword:
δυσδαιμονία
Headword (normalized):
δυσδαιμονία
Headword (normalized/stripped):
δυσδαιμονια
IDX:
8981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8984
Key:
dusdaimoni/a

Data

{'content': 'δυσδαιμονία\n δυσδαιμονία, ἡ,\n misery, Eur.\n from δυσδαίμων', 'key': 'dusdaimoni/a'}