Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
δύσεδρος
View word page
δυσγοήτευτος
δυσγοήτευτος δυσ-γοήτευτος, ον γοητεύω hard to seduce by enchantments, Plat.
ShortDef
hard to seduce by enchantments
Debugging
Headword:
δυσγοήτευτος
Headword (normalized):
δυσγοήτευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσγοητευτος
IDX:
8980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8983
Key:
dusgoh/teutos
Data
{'content': 'δυσγοήτευτος\n δυσ-γοήτευτος, ον\n γοητεύω\n hard to seduce by enchantments, Plat.', 'key': 'dusgoh/teutos'}