Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιερεύνητος
δυσδίοδος
View word page
δυσγνωσία
δυσγνωσία δυσ-γνωσία, ἡ, γιγνώσκω difficulty of knowing, Eur.
ShortDef
difficulty of knowing
Debugging
Headword:
δυσγνωσία
Headword (normalized):
δυσγνωσία
Headword (normalized/stripped):
δυσγνωσια
IDX:
8979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8982
Key:
dusgnwsi/a
Data
{'content': 'δυσγνωσία\n δυσ-γνωσία, ἡ,\n γιγνώσκω\n difficulty of knowing, Eur.', 'key': 'dusgnwsi/a'}