Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
δυσδιερεύνητος
View word page
δύσγνοια
δύσγνοια δύσ-γνοια, ἡ, γιγνώσκω ignorance, doubt, Eur.
ShortDef
ignorance, doubt
Debugging
Headword:
δύσγνοια
Headword (normalized):
δύσγνοια
Headword (normalized/stripped):
δυσγνοια
IDX:
8978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8981
Key:
du/sgnoia
Data
{'content': 'δύσγνοια\n δύσ-γνοια, ἡ,\n γιγνώσκω\n ignorance, doubt, Eur.', 'key': 'du/sgnoia'}