Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
δυσδιάλυτος
View word page
δυσγεφύρωτος
δυσγεφύρωτος δυσ-γεφύρωτος, ον hard to bridge over, Strab.

ShortDef

hard to bridge over

Debugging

Headword:
δυσγεφύρωτος
Headword (normalized):
δυσγεφύρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσγεφυρωτος
IDX:
8977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8980
Key:
dusgefu/rwtos

Data

{'content': 'δυσγεφύρωτος\n δυσ-γεφύρωτος, ον\n hard to bridge over, Strab.', 'key': 'dusgefu/rwtos'}