Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
δυσδιαίτητος
View word page
δυσγενής
δυσγενής δυσ-γενής, ές γένος low-born, Eur., etc. lowminded, low, mean, Eur.
ShortDef
low-born
Debugging
Headword:
δυσγενής
Headword (normalized):
δυσγενής
Headword (normalized/stripped):
δυσγενης
IDX:
8976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8979
Key:
dusgenh/s
Data
{'content': 'δυσγενής\n δυσ-γενής, ές\n γένος\n low-born, Eur., etc.\n lowminded, low, mean, Eur.', 'key': 'dusgenh/s'}