Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδιάθετος
View word page
δυσγένεια
δυσγένεια δυσγένεια, ἡ, low birth, Soph., etc. meanness, Eur. from δυσγενής
ShortDef
low birth
Debugging
Headword:
δυσγένεια
Headword (normalized):
δυσγένεια
Headword (normalized/stripped):
δυσγενεια
IDX:
8975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8978
Key:
dusge/neia
Data
{'content': 'δυσγένεια\n δυσγένεια, ἡ,\n low birth, Soph., etc.\n meanness, Eur.\n from δυσγενής', 'key': 'dusge/neia'}