Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
View word page
δυσγάργαλις
δυσγάργαλις γαργαλίζω very ticklish, skittish, Xen.
ShortDef
very ticklish, skittish
Debugging
Headword:
δυσγάργαλις
Headword (normalized):
δυσγάργαλις
Headword (normalized/stripped):
δυσγαργαλις
IDX:
8974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8977
Key:
dusga/rgalis
Data
{'content': 'δυσγάργαλις\n γαργαλίζω\n very ticklish, skittish, Xen.', 'key': 'dusga/rgalis'}