Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
View word page
δύσγαμος
δύσγαμος δύσ-γᾰμος, ον ill-wedded, Eur.
ShortDef
ill-wedded
Debugging
Headword:
δύσγαμος
Headword (normalized):
δύσγαμος
Headword (normalized/stripped):
δυσγαμος
IDX:
8973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8976
Key:
du/sgamos
Data
{'content': 'δύσγαμος\n δύσ-γᾰμος, ον\n ill-wedded, Eur.', 'key': 'du/sgamos'}