Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
View word page
δύσβωλος
δύσβωλος δύσ-βωλος, ον of ill soil, unfruitful, Anth.

ShortDef

of ill soil, unfruitful

Debugging

Headword:
δύσβωλος
Headword (normalized):
δύσβωλος
Headword (normalized/stripped):
δυσβωλος
IDX:
8972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8975
Key:
du/sbwlos

Data

{'content': 'δύσβωλος\n δύσ-βωλος, ον\n of ill soil, unfruitful, Anth.', 'key': 'du/sbwlos'}