Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
δυσδαιμονία
View word page
δύσβουλος
δύσβουλος δύσ-βουλος, ον βουλή ill-advised.

ShortDef

ill-advised

Debugging

Headword:
δύσβουλος
Headword (normalized):
δύσβουλος
Headword (normalized/stripped):
δυσβουλος
IDX:
8971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8974
Key:
du/sboulos

Data

{'content': 'δύσβουλος\n δύσ-βουλος, ον\n βουλή\n ill-advised.', 'key': 'du/sboulos'}