Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
δυσγοήτευτος
View word page
δυσβουλία
δυσβουλία δυσβουλία, ἡ, ill counsel, Aesch., Soph. from δύσβουλος

ShortDef

ill counsel

Debugging

Headword:
δυσβουλία
Headword (normalized):
δυσβουλία
Headword (normalized/stripped):
δυσβουλια
IDX:
8970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8973
Key:
dusbouli/a

Data

{'content': 'δυσβουλία\n δυσβουλία, ἡ,\n ill counsel, Aesch., Soph.\n from δύσβουλος', 'key': 'dusbouli/a'}