Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
δυσγνωσία
View word page
δυσβίοτος
δυσβίοτος δυσ-βίοτος, ον making life wretched, πενίη Anth.

ShortDef

making life wretched

Debugging

Headword:
δυσβίοτος
Headword (normalized):
δυσβίοτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβιοτος
IDX:
8969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8972
Key:
dusbi/otos

Data

{'content': 'δυσβίοτος\n δυσ-βίοτος, ον\n making life wretched, πενίη Anth.', 'key': 'dusbi/otos'}