Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δύσγνοια
View word page
δυσβάϋκτος
δυσβάϋκτος δυσ-βάϋκτος, ον βαΰζω sadly wailing, Aesch.

ShortDef

marked by doleful howling (LSJ Supp)

Debugging

Headword:
δυσβάϋκτος
Headword (normalized):
δυσβάϋκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβαυκτος
IDX:
8968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8971
Key:
dusba/uktos

Data

{'content': 'δυσβάϋκτος\n δυσ-βάϋκτος, ον\n βαΰζω\n sadly wailing, Aesch.', 'key': 'dusba/uktos'}