Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δύσβωλος
δύσγαμος
View word page
δυσαφαίρετος
δυσαφαίρετος δυσ-αφαίρετος, ον ἀφαιρέω hard to take away, Arist.
ShortDef
hard to take away
Debugging
Headword:
δυσαφαίρετος
Headword (normalized):
δυσαφαίρετος
Headword (normalized/stripped):
δυσαφαιρετος
IDX:
8963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8966
Key:
dusafai/retos
Data
{'content': 'δυσαφαίρετος\n δυσ-αφαίρετος, ον\n ἀφαιρέω\n hard to take away, Arist.', 'key': 'dusafai/retos'}