Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
δύσβουλος
View word page
δύσαυλος
δύσαυλος δ. ἔρις, an unhappy contest with the flute (αὐλός) , Anth.

ShortDef

inhospitable
an unhappy aulos contest

Debugging

Headword:
δύσαυλος
Headword (normalized):
δύσαυλος
Headword (normalized/stripped):
δυσαυλος
IDX:
8961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8964
Key:
du/saulos2

Data

{'content': 'δύσαυλος\n δ. ἔρις, an unhappy contest with the flute (αὐλός) , Anth.', 'key': 'du/saulos2'}