Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβουλία
View word page
δυσαυλία
δυσαυλία δυσαυλία, ἡ, ill or hard lodging, Aesch. from δύσαυλος
ShortDef
ill
Debugging
Headword:
δυσαυλία
Headword (normalized):
δυσαυλία
Headword (normalized/stripped):
δυσαυλια
IDX:
8960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8963
Key:
dusauli/a
Data
{'content': 'δυσαυλία\n δυσαυλία, ἡ,\n ill or hard lodging, Aesch.\n from δύσαυλος', 'key': 'dusauli/a'}