Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
View word page
δυσαρμοστία
δυσαρμοστία δυσαρμοστία, ἡ, disagreement, Plut. from δυσάρμοστος
ShortDef
disagreement
Debugging
Headword:
δυσαρμοστία
Headword (normalized):
δυσαρμοστία
Headword (normalized/stripped):
δυσαρμοστια
IDX:
8958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8961
Key:
dusarmosti/a
Data
{'content': 'δυσαρμοστία\n δυσαρμοστία, ἡ,\n disagreement, Plut.\n from δυσάρμοστος', 'key': 'dusarmosti/a'}