Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
View word page
δυσαριστοτόκεια
δυσαριστοτόκεια δυσ-ᾰριστο-τόκεια, ἡ, τίκτω unhappy mother of the noblest son, Il.

ShortDef

unhappy mother of the noblest son

Debugging

Headword:
δυσαριστοτόκεια
Headword (normalized):
δυσαριστοτόκεια
Headword (normalized/stripped):
δυσαριστοτοκεια
IDX:
8956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8959
Key:
dusaristoto/keia

Data

{'content': 'δυσαριστοτόκεια\n δυσ-ᾰριστο-τόκεια, ἡ,\n τίκτω\n unhappy mother of the noblest son, Il.', 'key': 'dusaristoto/keia'}