δυσαριστοτόκεια
δυσαριστοτόκεια
δυσ-ᾰριστο-τόκεια, ἡ,
τίκτω
unhappy mother of the noblest son, Il.
{ "content": "δυσαριστοτόκεια\n δυσ-ᾰριστο-τόκεια, ἡ,\n τίκτω\n unhappy mother of the noblest son, Il.", "key": "dusaristoto/keia" }