Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαφαίρετος
δυσαχής
View word page
δυσαπότρεπτος
δυσαπότρεπτος δυσ-απότρεπτος, ον ἀποτρέπω hard to dissuade, Xen.

ShortDef

hard to dissuade

Debugging

Headword:
δυσαπότρεπτος
Headword (normalized):
δυσαπότρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποτρεπτος
IDX:
8954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8957
Key:
dusapo/treptos

Data

{'content': 'δυσαπότρεπτος\n δυσ-απότρεπτος, ον\n ἀποτρέπω\n hard to dissuade, Xen.', 'key': 'dusapo/treptos'}