δυσαπόδεικτος
δυσαπόδεικτος
δυσ-απόδεικτος, ον
ἀποδείκνυμι
hard to demonstrate, Plat.
{ "content": "δυσαπόδεικτος\n δυσ-απόδεικτος, ον\n ἀποδείκνυμι\n hard to demonstrate, Plat.", "key": "dusapo/deiktos" }