Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος
View word page
δυσαπόδεικτος
δυσαπόδεικτος δυσ-απόδεικτος, ον ἀποδείκνυμι hard to demonstrate, Plat.
ShortDef
hard to demonstrate
Debugging
Headword:
δυσαπόδεικτος
Headword (normalized):
δυσαπόδεικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποδεικτος
IDX:
8952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8955
Key:
dusapo/deiktos
Data
{'content': 'δυσαπόδεικτος\n δυσ-απόδεικτος, ον\n ἀποδείκνυμι\n hard to demonstrate, Plat.', 'key': 'dusapo/deiktos'}