Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαυλία
View word page
δυσαπάλλακτος
δυσαπάλλακτος δυσ-απάλλακτος, ον ἀπαλλάσσω hard to get rid of, Soph.

ShortDef

hard to get rid of

Debugging

Headword:
δυσαπάλλακτος
Headword (normalized):
δυσαπάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαπαλλακτος
IDX:
8950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8953
Key:
dusapa/llaktos

Data

{'content': 'δυσαπάλλακτος\n δυσ-απάλλακτος, ον\n ἀπαλλάσσω\n hard to get rid of, Soph.', 'key': 'dusapa/llaktos'}