Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
View word page
δυσαντίβλεπτος
δυσαντίβλεπτος δυσ-αντίβλεπτος, ον ἀντιβλέπω hard to look in the face, Plut.

ShortDef

hard to look in the face

Debugging

Headword:
δυσαντίβλεπτος
Headword (normalized):
δυσαντίβλεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαντιβλεπτος
IDX:
8949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8952
Key:
dusanti/bleptos

Data

{'content': 'δυσαντίβλεπτος\n δυσ-αντίβλεπτος, ον\n ἀντιβλέπω\n hard to look in the face, Plut.', 'key': 'dusanti/bleptos'}