Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
View word page
δυσάντητος
δυσάντητος δυσ-άντητος, ον ἀντάω disagreeable to meet, boding of ill, Luc.

ShortDef

disagreeable to meet, boding of ill

Debugging

Headword:
δυσάντητος
Headword (normalized):
δυσάντητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαντητος
IDX:
8948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8951
Key:
dusa/nthtos

Data

{'content': 'δυσάντητος\n δυσ-άντητος, ον\n ἀντάω\n disagreeable to meet, boding of ill, Luc.', 'key': 'dusa/nthtos'}