δυσανάτρεπτος
δυσανάτρεπτος
δυσανάτρεπτος, ον
ἀνατρέπω
hard to overthrow, Plut.
{
"content": "δυσανάτρεπτος\n δυσανάτρεπτος, ον\n ἀνατρέπω\n hard to overthrow, Plut.",
"key": "dusana/treptos"
}