Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
δυσαριστοτόκεια
View word page
δυσανάτρεπτος
δυσανάτρεπτος δυσανάτρεπτος, ον ἀνατρέπω hard to overthrow, Plut.
ShortDef
hard to overthrow
Debugging
Headword:
δυσανάτρεπτος
Headword (normalized):
δυσανάτρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσανατρεπτος
IDX:
8946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8949
Key:
dusana/treptos
Data
{'content': 'δυσανάτρεπτος\n δυσανάτρεπτος, ον\n ἀνατρέπω\n hard to overthrow, Plut.', 'key': 'dusana/treptos'}