Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
δυσάρεστος
View word page
δυσανάσχετος
δυσανάσχετος δυσ-ανάσχετος, ον δυσάνεκτος, ον Xen. hard to bear.

ShortDef

hard to bear

Debugging

Headword:
δυσανάσχετος
Headword (normalized):
δυσανάσχετος
Headword (normalized/stripped):
δυσανασχετος
IDX:
8945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8948
Key:
dusana/sxetos

Data

{'content': 'δυσανάσχετος\n δυσ-ανάσχετος, ον\n δυσάνεκτος, ον Xen.\n hard to bear.', 'key': 'dusana/sxetos'}