Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
δυσαπότρεπτος
View word page
δυσανασχετέω
δυσανασχετέω δυσανασχετέω, fut. -ήσω to bear ill, Lat. aegre ferre, Thuc.: to be greatly vexed, ἐπί τινι Plut. from δυσανάσχετος

ShortDef

to bear ill

Debugging

Headword:
δυσανασχετέω
Headword (normalized):
δυσανασχετέω
Headword (normalized/stripped):
δυσανασχετεω
IDX:
8944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8947
Key:
dusanasxete/w

Data

{'content': 'δυσανασχετέω\n δυσανασχετέω,\n fut. -ήσω\n to bear ill, Lat. aegre ferre, Thuc.: to be greatly vexed, ἐπί τινι Plut.\n from δυσανάσχετος', 'key': 'dusanasxete/w'}