Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
δυσαπόκριτος
View word page
δυσανάπλοος
δυσανάπλοος δυσανάπλοος, ον δυσανάπλωτος, ον ἀναπλέω hard to sail up, Strab.
ShortDef
hard to sail up
Debugging
Headword:
δυσανάπλοος
Headword (normalized):
δυσανάπλοος
Headword (normalized/stripped):
δυσαναπλοος
IDX:
8943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8946
Key:
dusana/plous
Data
{'content': 'δυσανάπλοος\n δυσανάπλοος, ον\n δυσανάπλωτος, ον\n ἀναπλέω\n hard to sail up, Strab.', 'key': 'dusana/plous'}