Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόδεικτος
View word page
δυσανακόμιστος
δυσανακόμιστος δυσανακόμιστος, ον δυσαγκόμιστος, ον poetic ἀνακομίζω hard to bring back or recal, Plut.; poet. δυσαγκόμιστος, Aesch.
ShortDef
hard to bring back
Debugging
Headword:
δυσανακόμιστος
Headword (normalized):
δυσανακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσανακομιστος
IDX:
8942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8945
Key:
dusanako/mistos
Data
{'content': 'δυσανακόμιστος\n δυσανακόμιστος, ον\n δυσαγκόμιστος, ον poetic\n ἀνακομίζω\n hard to bring back or recal, Plut.; poet. δυσαγκόμιστος, Aesch.', 'key': 'dusanako/mistos'}