Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσάγων
δυσάδελφος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαπάλλακτος
View word page
δυσάμμορος
δυσάμμορος δῠσ-άμμορος, ον most miserable, Il.

ShortDef

most miserable

Debugging

Headword:
δυσάμμορος
Headword (normalized):
δυσάμμορος
Headword (normalized/stripped):
δυσαμμορος
IDX:
8940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8943
Key:
dusa/mmoros

Data

{'content': 'δυσάμμορος\n δῠσ-άμμορος, ον\n most miserable, Il.', 'key': 'dusa/mmoros'}