Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσαγρής
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσάνεμος
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
View word page
δυσάλωτος
δυσάλωτος δυσ-άλωτος, ον ἁλῶναι hard to catch or take, ἄγρα Plat. hard to conquer, tutAesch.; c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, Soph.
ShortDef
hard to catch
Debugging
Headword:
δυσάλωτος
Headword (normalized):
δυσάλωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαλωτος
IDX:
8939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8942
Key:
dusa/lwtos
Data
{'content': 'δυσάλωτος\n δυσ-άλωτος, ον\n ἁλῶναι\n hard to catch or take, ἄγρα Plat.\n hard to conquer, tutAesch.; c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, Soph.', 'key': 'dusa/lwtos'}