Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
View word page
δυσαίθριος
δυσαίθριος δυσ-αίθριος, ον not clear, murky, Eur.

ShortDef

not clear, murky

Debugging

Headword:
δυσαίθριος
Headword (normalized):
δυσαίθριος
Headword (normalized/stripped):
δυσαιθριος
IDX:
8935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8938
Key:
dusai/qrios

Data

{'content': 'δυσαίθριος\n δυσ-αίθριος, ον\n not clear, murky, Eur.', 'key': 'dusai/qrios'}