Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσάλωτος
δυσάμμορος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάπλοος
δυσανασχετέω
View word page
δυσαιανής
δυσαιανής δυσ-αιᾱνής, ές most melancholy, Aesch.
ShortDef
most melancholy
Debugging
Headword:
δυσαιανής
Headword (normalized):
δυσαιανής
Headword (normalized/stripped):
δυσαιανης
IDX:
8934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8937
Key:
dusaianh/s
Data
{'content': 'δυσαιανής\n δυσ-αιᾱνής, ές\n most melancholy, Aesch.', 'key': 'dusaianh/s'}