Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
δυσάλγητος
View word page
δυσαγρέω
δυσαγρέω δυσαγρέω, fut. -ήσω to have bad sport in fishing, Plut.

ShortDef

to have bad sport in fishing

Debugging

Headword:
δυσαγρέω
Headword (normalized):
δυσαγρέω
Headword (normalized/stripped):
δυσαγρεω
IDX:
8928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8931
Key:
dusagre/w

Data

{'content': 'δυσαγρέω\n δυσαγρέω,\n fut. -ήσω\n to have bad sport in fishing, Plut.', 'key': 'dusagre/w'}