Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύνασις
δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαίων
δυσαλγής
View word page
δύσαγνος
δύσαγνος δύσ-αγνος, ον unchaste, Luc.
ShortDef
unchaste
Debugging
Headword:
δύσαγνος
Headword (normalized):
δύσαγνος
Headword (normalized/stripped):
δυσαγνος
IDX:
8927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8930
Key:
du/sagnos
Data
{'content': 'δύσαγνος\n δύσ-αγνος, ον\n unchaste, Luc.', 'key': 'du/sagnos'}