Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυήπαθος
δύη
δύναμαι
δύναμις
δυναμόω
δύνασις
δυναστεία
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνατέω
δυνατός
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαίδεκα
δύο
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσάγων
δυσάδελφος
δυσαής
View word page
δυνατέω
δυνατέω δῠνᾰτέω, fut. -ήσω δυνατός to be powerful, mighty, NTest.

ShortDef

to be powerful, mighty

Debugging

Headword:
δυνατέω
Headword (normalized):
δυνατέω
Headword (normalized/stripped):
δυνατεω
IDX:
8922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8925
Key:
dunate/w

Data

{'content': 'δυνατέω\n δῠνᾰτέω,\n fut. -ήσω\n δυνατός\n to be powerful, mighty, NTest.', 'key': 'dunate/w'}